βιοπαλαιστής

βιοπαλαιστής
[виопадэсгис] ουσ α человек, с трудом зарабатывающий на жизнь.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βιοπαλαιστής" в других словарях:

  • βιοπαλαιστής — ο θηλ. βιοπαλαίστρια αυτός που μοχθεί με την εργασία του για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα: Είναι ένας φτωχός βιοπαλαιστής, που δύσκολα τα καταφέρνει να επιβιώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιοπαλαιστής — ο (θηλ. στρια, η) αυτός που παλεύει, που αγωνίζεται για ν αποκτήσει τα απαραίτητα για τη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + παλαιστής. Η λ. στον πληθ., βιοπαλαισταί, οι, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αποχειρόβιος — ἀποχειρόβιος κ. βίωτος, ον (Α) αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής …   Dictionary of Greek

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • χειροβίοτος — ον, ΜΑ χειρόβιος*, βιοπαλαιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βίοτος «ζωή» (πρβλ. μακρο βίοτος)] …   Dictionary of Greek

  • χειρογάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. ο χειροβίωτος*, ο βιοπαλαιστής 2. (κατά τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. γλωσσο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

  • χειρόβιος — ον, Α αυτός που δεν έχει άλλους πόρους εκτός από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, βιοπαλαιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βίος «ζωή» (πρβλ. πολύ βιος)] …   Dictionary of Greek

  • αποχειροβίοτος — η, ο αυτός που ζει από τη δουλειά των χεριών του, ο βιοπαλαιστής: Σ όλη του τη ζωή είχε μείνει εργάτης αποχειροβίοτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιοποριστής — ο ο βιοπαλαιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»